Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσάρχομαι
προσαρωγός
προσασκέω
προσασπάζομαι
προσάσσω
προσαστεΐζομαι
προσαστράπτω
προσασφαλίζομαι
προσασχολέομαι
προσατιμόομαι
προσαυαίνομαι
προσαυγάζω
προσαύγασις
προσαυδάω
προσαύλειος
προσαυλέω
προσαύλησις
προσαυξάνω
προσαύξησις
προσαυξητής
προσαυρίζω
View word page
προσαυαίνομαι
to wither away upon

ShortDef

to wither away upon

Debugging

Headword:
προσαυαίνομαι
Headword (normalized):
προσαυαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
προσαυαινομαι
IDX:
74957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74958
Key:

Data

{'content': 'to wither away upon'}