Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαρτίως
προσαρύομαι
προσάρχομαι
προσαρωγός
προσασκέω
προσασπάζομαι
προσάσσω
προσαστεΐζομαι
προσαστράπτω
προσασφαλίζομαι
προσασχολέομαι
προσατιμόομαι
προσαυαίνομαι
προσαυγάζω
προσαύγασις
προσαυδάω
προσαύλειος
προσαυλέω
προσαύλησις
προσαυξάνω
προσαύξησις
View word page
προσασχολέομαι
to be engaged in

ShortDef

to be engaged in

Debugging

Headword:
προσασχολέομαι
Headword (normalized):
προσασχολέομαι
Headword (normalized/stripped):
προσασχολεομαι
IDX:
74955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74956
Key:

Data

{'content': 'to be engaged in'}