Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσάρτησις
προσαρτίως
προσαρύομαι
προσάρχομαι
προσαρωγός
προσασκέω
προσασπάζομαι
προσάσσω
προσαστεΐζομαι
προσαστράπτω
προσασφαλίζομαι
προσασχολέομαι
προσατιμόομαι
προσαυαίνομαι
προσαυγάζω
προσαύγασις
προσαυδάω
προσαύλειος
προσαυλέω
προσαύλησις
προσαυξάνω
View word page
προσασφαλίζομαι
make secure

ShortDef

make secure

Debugging

Headword:
προσασφαλίζομαι
Headword (normalized):
προσασφαλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσασφαλιζομαι
IDX:
74954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74955
Key:

Data

{'content': 'make secure'}