Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαρτής
προσάρτησις
προσαρτίως
προσαρύομαι
προσάρχομαι
προσαρωγός
προσασκέω
προσασπάζομαι
προσάσσω
προσαστεΐζομαι
προσαστράπτω
προσασφαλίζομαι
προσασχολέομαι
προσατιμόομαι
προσαυαίνομαι
προσαυγάζω
προσαύγασις
προσαυδάω
προσαύλειος
προσαυλέω
προσαύλησις
View word page
προσαστράπτω
mingle its radiance with

ShortDef

mingle its radiance with

Debugging

Headword:
προσαστράπτω
Headword (normalized):
προσαστράπτω
Headword (normalized/stripped):
προσαστραπτω
IDX:
74953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74954
Key:

Data

{'content': 'mingle its radiance with'}