Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσάρτημα
προσαρτής
προσάρτησις
προσαρτίως
προσαρύομαι
προσάρχομαι
προσαρωγός
προσασκέω
προσασπάζομαι
προσάσσω
προσαστεΐζομαι
προσαστράπτω
προσασφαλίζομαι
προσασχολέομαι
προσατιμόομαι
προσαυαίνομαι
προσαυγάζω
προσαύγασις
προσαυδάω
προσαύλειος
προσαυλέω
View word page
προσαστεΐζομαι
add wittily
ShortDef
add wittily
Debugging
Headword:
προσαστεΐζομαι
Headword (normalized):
προσαστεΐζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσαστειζομαι
IDX:
74952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74953
Key:
Data
{'content': 'add wittily'}