Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσαρμόζω
πρόσαρσις
προσαρτάω
προσαρτέον
προσάρτημα
προσαρτής
προσάρτησις
προσαρτίως
προσαρύομαι
προσάρχομαι
προσαρωγός
προσασκέω
προσασπάζομαι
προσάσσω
προσαστεΐζομαι
προσαστράπτω
προσασφαλίζομαι
προσασχολέομαι
προσατιμόομαι
προσαυαίνομαι
προσαυγάζω
View word page
προσαρωγός
auxiliary
ShortDef
auxiliary
Debugging
Headword:
προσαρωγός
Headword (normalized):
προσαρωγός
Headword (normalized/stripped):
προσαρωγος
IDX:
74948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74949
Key:
Data
{'content': 'auxiliary'}