Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαρμογή
προσαρμόζω
πρόσαρσις
προσαρτάω
προσαρτέον
προσάρτημα
προσαρτής
προσάρτησις
προσαρτίως
προσαρύομαι
προσάρχομαι
προσαρωγός
προσασκέω
προσασπάζομαι
προσάσσω
προσαστεΐζομαι
προσαστράπτω
προσασφαλίζομαι
προσασχολέομαι
προσατιμόομαι
προσαυαίνομαι
View word page
προσάρχομαι
offer, present

ShortDef

offer, present

Debugging

Headword:
προσάρχομαι
Headword (normalized):
προσάρχομαι
Headword (normalized/stripped):
προσαρχομαι
IDX:
74947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74948
Key:

Data

{'content': 'offer, present'}