Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόσαρμα
προσαρμογή
προσαρμόζω
πρόσαρσις
προσαρτάω
προσαρτέον
προσάρτημα
προσαρτής
προσάρτησις
προσαρτίως
προσαρύομαι
προσάρχομαι
προσαρωγός
προσασκέω
προσασπάζομαι
προσάσσω
προσαστεΐζομαι
προσαστράπτω
προσασφαλίζομαι
προσασχολέομαι
προσατιμόομαι
View word page
προσαρύομαι
draw as well
ShortDef
draw as well
Debugging
Headword:
προσαρύομαι
Headword (normalized):
προσαρύομαι
Headword (normalized/stripped):
προσαρυομαι
IDX:
74946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74947
Key:
Data
{'content': 'draw as well'}