Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσαρκόω
προσάρκτιος
πρόσαρμα
προσαρμογή
προσαρμόζω
πρόσαρσις
προσαρτάω
προσαρτέον
προσάρτημα
προσαρτής
προσάρτησις
προσαρτίως
προσαρύομαι
προσάρχομαι
προσαρωγός
προσασκέω
προσασπάζομαι
προσάσσω
προσαστεΐζομαι
προσαστράπτω
προσασφαλίζομαι
View word page
προσάρτησις
attachment
ShortDef
attachment
Debugging
Headword:
προσάρτησις
Headword (normalized):
προσάρτησις
Headword (normalized/stripped):
προσαρτησις
IDX:
74944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74945
Key:
Data
{'content': 'attachment'}