Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσαρκέω
προσαρκόω
προσάρκτιος
πρόσαρμα
προσαρμογή
προσαρμόζω
πρόσαρσις
προσαρτάω
προσαρτέον
προσάρτημα
προσαρτής
προσάρτησις
προσαρτίως
προσαρύομαι
προσάρχομαι
προσαρωγός
προσασκέω
προσασπάζομαι
προσάσσω
προσαστεΐζομαι
προσαστράπτω
View word page
προσαρτής
attached
ShortDef
attached
Debugging
Headword:
προσαρτής
Headword (normalized):
προσαρτής
Headword (normalized/stripped):
προσαρτης
IDX:
74943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74944
Key:
Data
{'content': 'attached'}