Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσάρκεσις
προσαρκέω
προσαρκόω
προσάρκτιος
πρόσαρμα
προσαρμογή
προσαρμόζω
πρόσαρσις
προσαρτάω
προσαρτέον
προσάρτημα
προσαρτής
προσάρτησις
προσαρτίως
προσαρύομαι
προσάρχομαι
προσαρωγός
προσασκέω
προσασπάζομαι
προσάσσω
προσαστεΐζομαι
View word page
προσάρτημα
appendage

ShortDef

appendage

Debugging

Headword:
προσάρτημα
Headword (normalized):
προσάρτημα
Headword (normalized/stripped):
προσαρτημα
IDX:
74942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74943
Key:

Data

{'content': 'appendage'}