Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαριστάω
προσάρκεσις
προσαρκέω
προσαρκόω
προσάρκτιος
πρόσαρμα
προσαρμογή
προσαρμόζω
πρόσαρσις
προσαρτάω
προσαρτέον
προσάρτημα
προσαρτής
προσάρτησις
προσαρτίως
προσαρύομαι
προσάρχομαι
προσαρωγός
προσασκέω
προσασπάζομαι
προσάσσω
View word page
προσαρτέον
one must administer

ShortDef

one must administer

Debugging

Headword:
προσαρτέον
Headword (normalized):
προσαρτέον
Headword (normalized/stripped):
προσαρτεον
IDX:
74941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74942
Key:

Data

{'content': 'one must administer'}