Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσαριθμέω
προσαριθμητέον
προσαριστάω
προσάρκεσις
προσαρκέω
προσαρκόω
προσάρκτιος
πρόσαρμα
προσαρμογή
προσαρμόζω
πρόσαρσις
προσαρτάω
προσαρτέον
προσάρτημα
προσαρτής
προσάρτησις
προσαρτίως
προσαρύομαι
προσάρχομαι
προσαρωγός
προσασκέω
View word page
πρόσαρσις
administering
ShortDef
administering
Debugging
Headword:
πρόσαρσις
Headword (normalized):
πρόσαρσις
Headword (normalized/stripped):
προσαρσις
IDX:
74939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74940
Key:
Data
{'content': 'administering'}