Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσαρθρόομαι
προσαριθμέω
προσαριθμητέον
προσαριστάω
προσάρκεσις
προσαρκέω
προσαρκόω
προσάρκτιος
πρόσαρμα
προσαρμογή
προσαρμόζω
πρόσαρσις
προσαρτάω
προσαρτέον
προσάρτημα
προσαρτής
προσάρτησις
προσαρτίως
προσαρύομαι
προσάρχομαι
προσαρωγός
View word page
προσαρμόζω
to fit to, attach closely to
ShortDef
to fit to, attach closely to
Debugging
Headword:
προσαρμόζω
Headword (normalized):
προσαρμόζω
Headword (normalized/stripped):
προσαρμοζω
IDX:
74938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74939
Key:
Data
{'content': 'to fit to, attach closely to'}