Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαρηρώς
προσαρθρόομαι
προσαριθμέω
προσαριθμητέον
προσαριστάω
προσάρκεσις
προσαρκέω
προσαρκόω
προσάρκτιος
πρόσαρμα
προσαρμογή
προσαρμόζω
πρόσαρσις
προσαρτάω
προσαρτέον
προσάρτημα
προσαρτής
προσάρτησις
προσαρτίως
προσαρύομαι
προσάρχομαι
View word page
προσαρμογή
fitting together

ShortDef

fitting together

Debugging

Headword:
προσαρμογή
Headword (normalized):
προσαρμογή
Headword (normalized/stripped):
προσαρμογη
IDX:
74937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74938
Key:

Data

{'content': 'fitting together'}