Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαρήγω
προσαρηρώς
προσαρθρόομαι
προσαριθμέω
προσαριθμητέον
προσαριστάω
προσάρκεσις
προσαρκέω
προσαρκόω
προσάρκτιος
πρόσαρμα
προσαρμογή
προσαρμόζω
πρόσαρσις
προσαρτάω
προσαρτέον
προσάρτημα
προσαρτής
προσάρτησις
προσαρτίως
προσαρύομαι
View word page
πρόσαρμα
victuals, food

ShortDef

victuals, food

Debugging

Headword:
πρόσαρμα
Headword (normalized):
πρόσαρμα
Headword (normalized/stripped):
προσαρμα
IDX:
74936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74937
Key:

Data

{'content': 'victuals, food'}