Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαράσσω
προσάρδω
προσαρήγω
προσαρηρώς
προσαρθρόομαι
προσαριθμέω
προσαριθμητέον
προσαριστάω
προσάρκεσις
προσαρκέω
προσαρκόω
προσάρκτιος
πρόσαρμα
προσαρμογή
προσαρμόζω
πρόσαρσις
προσαρτάω
προσαρτέον
προσάρτημα
προσαρτής
προσάρτησις
View word page
προσαρκόω
fill with flesh first

ShortDef

fill with flesh first

Debugging

Headword:
προσαρκόω
Headword (normalized):
προσαρκόω
Headword (normalized/stripped):
προσαρκοω
IDX:
74934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74935
Key:

Data

{'content': 'fill with flesh first'}