Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαραρίσκω
προσαράσσω
προσάρδω
προσαρήγω
προσαρηρώς
προσαρθρόομαι
προσαριθμέω
προσαριθμητέον
προσαριστάω
προσάρκεσις
προσαρκέω
προσαρκόω
προσάρκτιος
πρόσαρμα
προσαρμογή
προσαρμόζω
πρόσαρσις
προσαρτάω
προσαρτέον
προσάρτημα
προσαρτής
View word page
προσαρκέω
to yield needful aid, succour, assist

ShortDef

to yield needful aid, succour, assist

Debugging

Headword:
προσαρκέω
Headword (normalized):
προσαρκέω
Headword (normalized/stripped):
προσαρκεω
IDX:
74933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74934
Key:

Data

{'content': 'to yield needful aid, succour, assist'}