Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσάραξις
προσαραρίσκω
προσαράσσω
προσάρδω
προσαρήγω
προσαρηρώς
προσαρθρόομαι
προσαριθμέω
προσαριθμητέον
προσαριστάω
προσάρκεσις
προσαρκέω
προσαρκόω
προσάρκτιος
πρόσαρμα
προσαρμογή
προσαρμόζω
πρόσαρσις
προσαρτάω
προσαρτέον
προσάρτημα
View word page
προσάρκεσις
assistance
ShortDef
assistance
Debugging
Headword:
προσάρκεσις
Headword (normalized):
προσάρκεσις
Headword (normalized/stripped):
προσαρκεσις
IDX:
74932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74933
Key:
Data
{'content': 'assistance'}