Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαρακτός
προσάραξις
προσαραρίσκω
προσαράσσω
προσάρδω
προσαρήγω
προσαρηρώς
προσαρθρόομαι
προσαριθμέω
προσαριθμητέον
προσαριστάω
προσάρκεσις
προσαρκέω
προσαρκόω
προσάρκτιος
πρόσαρμα
προσαρμογή
προσαρμόζω
πρόσαρσις
προσαρτάω
προσαρτέον
View word page
προσαριστάω
take breakfast as well

ShortDef

take breakfast as well

Debugging

Headword:
προσαριστάω
Headword (normalized):
προσαριστάω
Headword (normalized/stripped):
προσαρισταω
IDX:
74931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74932
Key:

Data

{'content': 'take breakfast as well'}