Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσάπτω
προσαπωθέω
προσαρακτός
προσάραξις
προσαραρίσκω
προσαράσσω
προσάρδω
προσαρήγω
προσαρηρώς
προσαρθρόομαι
προσαριθμέω
προσαριθμητέον
προσαριστάω
προσάρκεσις
προσαρκέω
προσαρκόω
προσάρκτιος
πρόσαρμα
προσαρμογή
προσαρμόζω
πρόσαρσις
View word page
προσαριθμέω
pay in
ShortDef
pay in
Debugging
Headword:
προσαριθμέω
Headword (normalized):
προσαριθμέω
Headword (normalized/stripped):
προσαριθμεω
IDX:
74929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74930
Key:
Data
{'content': 'pay in'}