Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαπτικός
προσάπτω
προσαπωθέω
προσαρακτός
προσάραξις
προσαραρίσκω
προσαράσσω
προσάρδω
προσαρήγω
προσαρηρώς
προσαρθρόομαι
προσαριθμέω
προσαριθμητέον
προσαριστάω
προσάρκεσις
προσαρκέω
προσαρκόω
προσάρκτιος
πρόσαρμα
προσαρμογή
προσαρμόζω
View word page
προσαρθρόομαι
to be attached by joints

ShortDef

to be attached by joints

Debugging

Headword:
προσαρθρόομαι
Headword (normalized):
προσαρθρόομαι
Headword (normalized/stripped):
προσαρθροομαι
IDX:
74928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74929
Key:

Data

{'content': 'to be attached by joints'}