Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσαπτέος
προσαπτικός
προσάπτω
προσαπωθέω
προσαρακτός
προσάραξις
προσαραρίσκω
προσαράσσω
προσάρδω
προσαρήγω
προσαρηρώς
προσαρθρόομαι
προσαριθμέω
προσαριθμητέον
προσαριστάω
προσάρκεσις
προσαρκέω
προσαρκόω
προσάρκτιος
πρόσαρμα
προσαρμογή
View word page
προσαρηρώς
closely fitted
ShortDef
closely fitted
Debugging
Headword:
προσαρηρώς
Headword (normalized):
προσαρηρώς
Headword (normalized/stripped):
προσαρηρως
IDX:
74927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74928
Key:
Data
{'content': 'closely fitted'}