Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαπτέον
προσαπτέος
προσαπτικός
προσάπτω
προσαπωθέω
προσαρακτός
προσάραξις
προσαραρίσκω
προσαράσσω
προσάρδω
προσαρήγω
προσαρηρώς
προσαρθρόομαι
προσαριθμέω
προσαριθμητέον
προσαριστάω
προσάρκεσις
προσαρκέω
προσαρκόω
προσάρκτιος
πρόσαρμα
View word page
προσαρήγω
assist besides

ShortDef

assist besides

Debugging

Headword:
προσαρήγω
Headword (normalized):
προσαρήγω
Headword (normalized/stripped):
προσαρηγω
IDX:
74926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74927
Key:

Data

{'content': 'assist besides'}