Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσαποχρώννυμαι
προσαπτέον
προσαπτέος
προσαπτικός
προσάπτω
προσαπωθέω
προσαρακτός
προσάραξις
προσαραρίσκω
προσαράσσω
προσάρδω
προσαρήγω
προσαρηρώς
προσαρθρόομαι
προσαριθμέω
προσαριθμητέον
προσαριστάω
προσάρκεσις
προσαρκέω
προσαρκόω
προσάρκτιος
View word page
προσάρδω
water or irrigate besides
ShortDef
water or irrigate besides
Debugging
Headword:
προσάρδω
Headword (normalized):
προσάρδω
Headword (normalized/stripped):
προσαρδω
IDX:
74925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74926
Key:
Data
{'content': 'water or irrigate besides'}