Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαποφράσσω
προσαποφωνέω
προσαποχρώννυμαι
προσαπτέον
προσαπτέος
προσαπτικός
προσάπτω
προσαπωθέω
προσαρακτός
προσάραξις
προσαραρίσκω
προσαράσσω
προσάρδω
προσαρήγω
προσαρηρώς
προσαρθρόομαι
προσαριθμέω
προσαριθμητέον
προσαριστάω
προσάρκεσις
προσαρκέω
View word page
προσαραρίσκω
to fit to

ShortDef

to fit to

Debugging

Headword:
προσαραρίσκω
Headword (normalized):
προσαραρίσκω
Headword (normalized/stripped):
προσαραρισκω
IDX:
74923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74924
Key:

Data

{'content': 'to fit to'}