Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαποφέρω
προσαπόφημι
προσαποφράσσω
προσαποφωνέω
προσαποχρώννυμαι
προσαπτέον
προσαπτέος
προσαπτικός
προσάπτω
προσαπωθέω
προσαρακτός
προσάραξις
προσαραρίσκω
προσαράσσω
προσάρδω
προσαρήγω
προσαρηρώς
προσαρθρόομαι
προσαριθμέω
προσαριθμητέον
προσαριστάω
View word page
προσαρακτός
dashed against

ShortDef

dashed against

Debugging

Headword:
προσαρακτός
Headword (normalized):
προσαρακτός
Headword (normalized/stripped):
προσαρακτος
IDX:
74921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74922
Key:

Data

{'content': 'dashed against'}