Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσαποτρίβω
προσαποφαίνω
προσαποφέρω
προσαπόφημι
προσαποφράσσω
προσαποφωνέω
προσαποχρώννυμαι
προσαπτέον
προσαπτέος
προσαπτικός
προσάπτω
προσαπωθέω
προσαρακτός
προσάραξις
προσαραρίσκω
προσαράσσω
προσάρδω
προσαρήγω
προσαρηρώς
προσαρθρόομαι
προσαριθμέω
View word page
προσάπτω
to fasten to, attach, grant, ascribe
ShortDef
to fasten to, attach, grant, ascribe
Debugging
Headword:
προσάπτω
Headword (normalized):
προσάπτω
Headword (normalized/stripped):
προσαπτω
IDX:
74919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74920
Key:
Data
{'content': 'to fasten to, attach, grant, ascribe'}