Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαποτίνω
προσαποτρίβω
προσαποφαίνω
προσαποφέρω
προσαπόφημι
προσαποφράσσω
προσαποφωνέω
προσαποχρώννυμαι
προσαπτέον
προσαπτέος
προσαπτικός
προσάπτω
προσαπωθέω
προσαρακτός
προσάραξις
προσαραρίσκω
προσαράσσω
προσάρδω
προσαρήγω
προσαρηρώς
προσαρθρόομαι
View word page
προσαπτικός
fond of touching

ShortDef

fond of touching

Debugging

Headword:
προσαπτικός
Headword (normalized):
προσαπτικός
Headword (normalized/stripped):
προσαπτικος
IDX:
74918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74919
Key:

Data

{'content': 'fond of touching'}