Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαποσείω
προσαποσκευάζομαι
προσαποστέλλω
προσαποστερέω
προσαποστρέφω
προσαποτίθημι
προσαποτιμάω
προσαποτίνω
προσαποτρίβω
προσαποφαίνω
προσαποφέρω
προσαπόφημι
προσαποφράσσω
προσαποφωνέω
προσαποχρώννυμαι
προσαπτέον
προσαπτέος
προσαπτικός
προσάπτω
προσαπωθέω
προσαρακτός
View word page
προσαποφέρω
to carry off besides

ShortDef

to carry off besides

Debugging

Headword:
προσαποφέρω
Headword (normalized):
προσαποφέρω
Headword (normalized/stripped):
προσαποφερω
IDX:
74911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74912
Key:

Data

{'content': 'to carry off besides'}