Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσαποκρέμαμαι
προσαποκρίνομαι
προσαποκριτέον
προσαποκρούομαι
προσαποκτείνω
προσαπολαμβάνω
προσαπολαύω
προσαπόλλυμι
προσαπολούω
προσαπολύω
προσαπονέμω
προσαποξέω
προσαποξύω
προσαποπέμπω
προσαποπλύνω
προσαποπνίγω
προσαπορέω
προσαπορραίνω
προσαπορρύπτω
προσαποσείω
προσαποσκευάζομαι
View word page
προσαπονέμω
add to
ShortDef
add to
Debugging
Headword:
προσαπονέμω
Headword (normalized):
προσαπονέμω
Headword (normalized/stripped):
προσαπονεμω
IDX:
74892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74893
Key:
Data
{'content': 'add to'}