Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαποκλύζω
προσαποκρέμαμαι
προσαποκρίνομαι
προσαποκριτέον
προσαποκρούομαι
προσαποκτείνω
προσαπολαμβάνω
προσαπολαύω
προσαπόλλυμι
προσαπολούω
προσαπολύω
προσαπονέμω
προσαποξέω
προσαποξύω
προσαποπέμπω
προσαποπλύνω
προσαποπνίγω
προσαπορέω
προσαπορραίνω
προσαπορρύπτω
προσαποσείω
View word page
προσαπολύω
set free besides

ShortDef

set free besides

Debugging

Headword:
προσαπολύω
Headword (normalized):
προσαπολύω
Headword (normalized/stripped):
προσαπολυω
IDX:
74891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74892
Key:

Data

{'content': 'set free besides'}