Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσαπόκειμαι
προσαποκλύζω
προσαποκρέμαμαι
προσαποκρίνομαι
προσαποκριτέον
προσαποκρούομαι
προσαποκτείνω
προσαπολαμβάνω
προσαπολαύω
προσαπόλλυμι
προσαπολούω
προσαπολύω
προσαπονέμω
προσαποξέω
προσαποξύω
προσαποπέμπω
προσαποπλύνω
προσαποπνίγω
προσαπορέω
προσαπορραίνω
προσαπορρύπτω
View word page
προσαπολούω
wash further
ShortDef
wash further
Debugging
Headword:
προσαπολούω
Headword (normalized):
προσαπολούω
Headword (normalized/stripped):
προσαπολουω
IDX:
74890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74891
Key:
Data
{'content': 'wash further'}