Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαποθλίβω
προσαποθνῄσκω
προσαποκαθαίρω
προσαπόκειμαι
προσαποκλύζω
προσαποκρέμαμαι
προσαποκρίνομαι
προσαποκριτέον
προσαποκρούομαι
προσαποκτείνω
προσαπολαμβάνω
προσαπολαύω
προσαπόλλυμι
προσαπολούω
προσαπολύω
προσαπονέμω
προσαποξέω
προσαποξύω
προσαποπέμπω
προσαποπλύνω
προσαποπνίγω
View word page
προσαπολαμβάνω
catch, take up as well

ShortDef

catch, take up as well

Debugging

Headword:
προσαπολαμβάνω
Headword (normalized):
προσαπολαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
προσαπολαμβανω
IDX:
74887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74888
Key:

Data

{'content': 'catch, take up as well'}