Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαποδοτέον
προσαποδύομαι
προσαποθλίβω
προσαποθνῄσκω
προσαποκαθαίρω
προσαπόκειμαι
προσαποκλύζω
προσαποκρέμαμαι
προσαποκρίνομαι
προσαποκριτέον
προσαποκρούομαι
προσαποκτείνω
προσαπολαμβάνω
προσαπολαύω
προσαπόλλυμι
προσαπολούω
προσαπολύω
προσαπονέμω
προσαποξέω
προσαποξύω
προσαποπέμπω
View word page
προσαποκρούομαι
check, inhibit

ShortDef

check, inhibit

Debugging

Headword:
προσαποκρούομαι
Headword (normalized):
προσαποκρούομαι
Headword (normalized/stripped):
προσαποκρουομαι
IDX:
74885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74886
Key:

Data

{'content': 'check, inhibit'}