Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαποδίδωμι
προσαποδοτέον
προσαποδύομαι
προσαποθλίβω
προσαποθνῄσκω
προσαποκαθαίρω
προσαπόκειμαι
προσαποκλύζω
προσαποκρέμαμαι
προσαποκρίνομαι
προσαποκριτέον
προσαποκρούομαι
προσαποκτείνω
προσαπολαμβάνω
προσαπολαύω
προσαπόλλυμι
προσαπολούω
προσαπολύω
προσαπονέμω
προσαποξέω
προσαποξύω
View word page
προσαποκριτέον
one must answer with some addition

ShortDef

one must answer with some addition

Debugging

Headword:
προσαποκριτέον
Headword (normalized):
προσαποκριτέον
Headword (normalized/stripped):
προσαποκριτεον
IDX:
74884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74885
Key:

Data

{'content': 'one must answer with some addition'}