Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαποδιδράσκω
προσαποδίδωμι
προσαποδοτέον
προσαποδύομαι
προσαποθλίβω
προσαποθνῄσκω
προσαποκαθαίρω
προσαπόκειμαι
προσαποκλύζω
προσαποκρέμαμαι
προσαποκρίνομαι
προσαποκριτέον
προσαποκρούομαι
προσαποκτείνω
προσαπολαμβάνω
προσαπολαύω
προσαπόλλυμι
προσαπολούω
προσαπολύω
προσαπονέμω
προσαποξέω
View word page
προσαποκρίνομαι
to answer with some addition

ShortDef

to answer with some addition

Debugging

Headword:
προσαποκρίνομαι
Headword (normalized):
προσαποκρίνομαι
Headword (normalized/stripped):
προσαποκρινομαι
IDX:
74883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74884
Key:

Data

{'content': 'to answer with some addition'}