Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαποδείκνυμι
προσαποδιδράσκω
προσαποδίδωμι
προσαποδοτέον
προσαποδύομαι
προσαποθλίβω
προσαποθνῄσκω
προσαποκαθαίρω
προσαπόκειμαι
προσαποκλύζω
προσαποκρέμαμαι
προσαποκρίνομαι
προσαποκριτέον
προσαποκρούομαι
προσαποκτείνω
προσαπολαμβάνω
προσαπολαύω
προσαπόλλυμι
προσαπολούω
προσαπολύω
προσαπονέμω
View word page
προσαποκρέμαμαι
to be suspended from as well

ShortDef

to be suspended from as well

Debugging

Headword:
προσαποκρέμαμαι
Headword (normalized):
προσαποκρέμαμαι
Headword (normalized/stripped):
προσαποκρεμαμαι
IDX:
74882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74883
Key:

Data

{'content': 'to be suspended from as well'}