Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαπογραφή
προσαπογράφω
προσαποδείκνυμι
προσαποδιδράσκω
προσαποδίδωμι
προσαποδοτέον
προσαποδύομαι
προσαποθλίβω
προσαποθνῄσκω
προσαποκαθαίρω
προσαπόκειμαι
προσαποκλύζω
προσαποκρέμαμαι
προσαποκρίνομαι
προσαποκριτέον
προσαποκρούομαι
προσαποκτείνω
προσαπολαμβάνω
προσαπολαύω
προσαπόλλυμι
προσαπολούω
View word page
προσαπόκειμαι
to be stored up as well

ShortDef

to be stored up as well

Debugging

Headword:
προσαπόκειμαι
Headword (normalized):
προσαπόκειμαι
Headword (normalized/stripped):
προσαποκειμαι
IDX:
74880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74881
Key:

Data

{'content': 'to be stored up as well'}