Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαποβλέπω
προσαπογραφή
προσαπογράφω
προσαποδείκνυμι
προσαποδιδράσκω
προσαποδίδωμι
προσαποδοτέον
προσαποδύομαι
προσαποθλίβω
προσαποθνῄσκω
προσαποκαθαίρω
προσαπόκειμαι
προσαποκλύζω
προσαποκρέμαμαι
προσαποκρίνομαι
προσαποκριτέον
προσαποκρούομαι
προσαποκτείνω
προσαπολαμβάνω
προσαπολαύω
προσαπόλλυμι
View word page
προσαποκαθαίρω
cleanse further

ShortDef

cleanse further

Debugging

Headword:
προσαποκαθαίρω
Headword (normalized):
προσαποκαθαίρω
Headword (normalized/stripped):
προσαποκαθαιρω
IDX:
74879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74880
Key:

Data

{'content': 'cleanse further'}