Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαπιστέω
προσαποβάλλω
προσαποβλέπω
προσαπογραφή
προσαπογράφω
προσαποδείκνυμι
προσαποδιδράσκω
προσαποδίδωμι
προσαποδοτέον
προσαποδύομαι
προσαποθλίβω
προσαποθνῄσκω
προσαποκαθαίρω
προσαπόκειμαι
προσαποκλύζω
προσαποκρέμαμαι
προσαποκρίνομαι
προσαποκριτέον
προσαποκρούομαι
προσαποκτείνω
προσαπολαμβάνω
View word page
προσαποθλίβω
press against

ShortDef

press against

Debugging

Headword:
προσαποθλίβω
Headword (normalized):
προσαποθλίβω
Headword (normalized/stripped):
προσαποθλιβω
IDX:
74877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74878
Key:

Data

{'content': 'press against'}