Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαπέχω
προσαπιστέω
προσαποβάλλω
προσαποβλέπω
προσαπογραφή
προσαπογράφω
προσαποδείκνυμι
προσαποδιδράσκω
προσαποδίδωμι
προσαποδοτέον
προσαποδύομαι
προσαποθλίβω
προσαποθνῄσκω
προσαποκαθαίρω
προσαπόκειμαι
προσαποκλύζω
προσαποκρέμαμαι
προσαποκρίνομαι
προσαποκριτέον
προσαποκρούομαι
προσαποκτείνω
View word page
προσαποδύομαι
put off as well

ShortDef

put off as well

Debugging

Headword:
προσαποδύομαι
Headword (normalized):
προσαποδύομαι
Headword (normalized/stripped):
προσαποδυομαι
IDX:
74876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74877
Key:

Data

{'content': 'put off as well'}