Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαπεργάζομαι
προσαπερείδομαι
προσαπέχω
προσαπιστέω
προσαποβάλλω
προσαποβλέπω
προσαπογραφή
προσαπογράφω
προσαποδείκνυμι
προσαποδιδράσκω
προσαποδίδωμι
προσαποδοτέον
προσαποδύομαι
προσαποθλίβω
προσαποθνῄσκω
προσαποκαθαίρω
προσαπόκειμαι
προσαποκλύζω
προσαποκρέμαμαι
προσαποκρίνομαι
προσαποκριτέον
View word page
προσαποδίδωμι
to pay as a debt besides

ShortDef

to pay as a debt besides

Debugging

Headword:
προσαποδίδωμι
Headword (normalized):
προσαποδίδωμι
Headword (normalized/stripped):
προσαποδιδωμι
IDX:
74874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74875
Key:

Data

{'content': 'to pay as a debt besides'}