Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσαπαγορεύω
προσαπάγω
προσαπαιτέω
προσαπαντάω
προσάπαξ
προσαπαρτίζω
προσαπατάω
προσαπειλέω
προσαπεργάζομαι
προσαπερείδομαι
προσαπέχω
προσαπιστέω
προσαποβάλλω
προσαποβλέπω
προσαπογραφή
προσαπογράφω
προσαποδείκνυμι
προσαποδιδράσκω
προσαποδίδωμι
προσαποδοτέον
προσαποδύομαι
View word page
προσαπέχω
to have received in addition
ShortDef
to have received in addition
Debugging
Headword:
προσαπέχω
Headword (normalized):
προσαπέχω
Headword (normalized/stripped):
προσαπεχω
IDX:
74866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74867
Key:
Data
{'content': 'to have received in addition'}