Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαπαγγέλλω
προσαπαγορεύω
προσαπάγω
προσαπαιτέω
προσαπαντάω
προσάπαξ
προσαπαρτίζω
προσαπατάω
προσαπειλέω
προσαπεργάζομαι
προσαπερείδομαι
προσαπέχω
προσαπιστέω
προσαποβάλλω
προσαποβλέπω
προσαπογραφή
προσαπογράφω
προσαποδείκνυμι
προσαποδιδράσκω
προσαποδίδωμι
προσαποδοτέον
View word page
προσαπερείδομαι
to rely mainly upon

ShortDef

to rely mainly upon

Debugging

Headword:
προσαπερείδομαι
Headword (normalized):
προσαπερείδομαι
Headword (normalized/stripped):
προσαπερειδομαι
IDX:
74865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74866
Key:

Data

{'content': 'to rely mainly upon'}