Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαντλητέον
προσαξιόω
προσαπαγγέλλω
προσαπαγορεύω
προσαπάγω
προσαπαιτέω
προσαπαντάω
προσάπαξ
προσαπαρτίζω
προσαπατάω
προσαπειλέω
προσαπεργάζομαι
προσαπερείδομαι
προσαπέχω
προσαπιστέω
προσαποβάλλω
προσαποβλέπω
προσαπογραφή
προσαπογράφω
προσαποδείκνυμι
προσαποδιδράσκω
View word page
προσαπειλέω
to threaten besides

ShortDef

to threaten besides

Debugging

Headword:
προσαπειλέω
Headword (normalized):
προσαπειλέω
Headword (normalized/stripped):
προσαπειλεω
IDX:
74863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74864
Key:

Data

{'content': 'to threaten besides'}