Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσάντλημα
προσαντλητέον
προσαξιόω
προσαπαγγέλλω
προσαπαγορεύω
προσαπάγω
προσαπαιτέω
προσαπαντάω
προσάπαξ
προσαπαρτίζω
προσαπατάω
προσαπειλέω
προσαπεργάζομαι
προσαπερείδομαι
προσαπέχω
προσαπιστέω
προσαποβάλλω
προσαποβλέπω
προσαπογραφή
προσαπογράφω
προσαποδείκνυμι
View word page
προσαπατάω
to deceive besides

ShortDef

to deceive besides

Debugging

Headword:
προσαπατάω
Headword (normalized):
προσαπατάω
Headword (normalized/stripped):
προσαπαταω
IDX:
74862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74863
Key:

Data

{'content': 'to deceive besides'}