Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαντλέω
προσάντλημα
προσαντλητέον
προσαξιόω
προσαπαγγέλλω
προσαπαγορεύω
προσαπάγω
προσαπαιτέω
προσαπαντάω
προσάπαξ
προσαπαρτίζω
προσαπατάω
προσαπειλέω
προσαπεργάζομαι
προσαπερείδομαι
προσαπέχω
προσαπιστέω
προσαποβάλλω
προσαποβλέπω
προσαπογραφή
προσαπογράφω
View word page
προσαπαρτίζω
complete as well, LW

ShortDef

complete as well, LW

Debugging

Headword:
προσαπαρτίζω
Headword (normalized):
προσαπαρτίζω
Headword (normalized/stripped):
προσαπαρτιζω
IDX:
74861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74862
Key:

Data

{'content': 'complete as well, LW'}