Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσάντης
προσαντιβάλλω
προσαντιβολέω
προσαντιλαμβάνομαι
προσαντλέω
προσάντλημα
προσαντλητέον
προσαξιόω
προσαπαγγέλλω
προσαπαγορεύω
προσαπάγω
προσαπαιτέω
προσαπαντάω
προσάπαξ
προσαπαρτίζω
προσαπατάω
προσαπειλέω
προσαπεργάζομαι
προσαπερείδομαι
προσαπέχω
προσαπιστέω
View word page
προσαπάγω
lead off to prison

ShortDef

lead off to prison

Debugging

Headword:
προσαπάγω
Headword (normalized):
προσαπάγω
Headword (normalized/stripped):
προσαπαγω
IDX:
74857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74858
Key:

Data

{'content': 'lead off to prison'}