Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσανοιδέω
προσανοικοδομέομαι
προσανοιμώζω
πρόσαντα
προσαντάω
προσαντεπιτάσσω
προσαντέχω
προσάντης
προσαντιβάλλω
προσαντιβολέω
προσαντιλαμβάνομαι
προσαντλέω
προσάντλημα
προσαντλητέον
προσαξιόω
προσαπαγγέλλω
προσαπαγορεύω
προσαπάγω
προσαπαιτέω
προσαπαντάω
προσάπαξ
View word page
προσαντιλαμβάνομαι
to take hold of one another
ShortDef
to take hold of one another
Debugging
Headword:
προσαντιλαμβάνομαι
Headword (normalized):
προσαντιλαμβάνομαι
Headword (normalized/stripped):
προσαντιλαμβανομαι
IDX:
74850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74851
Key:
Data
{'content': 'to take hold of one another'}